- ομηριστής
- οαυτός που ασχολείται ειδικά με τα ομηρικά έπη και το ομηρικό ζήτημα γενικά: Στο διεθνή χώρο υπάρχουν πολλοί ομηριστές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ομηριστής — ο (Α ὁμηριστής) [ομηρίζω] 1. αυτός που μιμείται τον Όμηρο ή αυτός που απαγγέλλει τα ομηρικά έπη, ραψωδός 2. αυτός που ασχολείται με την ομηρική ποίηση νεοελλ. ειδικός μελετητής τών ομηρικών επών και τού ομηρικού ζητήματος αρχ. 1. (για υποκριτή… … Dictionary of Greek
Ὁμηρισταῖς — Ὁμηριστής rhapsode masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁμηρισταί — Ὁμηριστής rhapsode masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁμηριστάς — Ὁμηριστά̱ς , Ὁμηριστής rhapsode masc acc pl Ὁμηριστά̱ς , Ὁμηριστής rhapsode masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)